διπλανός

διπλανός
-ή, -ό [δίπλα]
1. αυτός που βρίσκεται στο πλάι, πλαϊνός
2. το αρσ. ως ουσ. ο διπλανός
γείτονας που κατοικεί δίπλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διπλανός — ή, ό αυτός που βρίσκεται δίπλα μας, στο πλάι μας: Μένει στη διπλανή οικοδομή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγχίθυρος — ἀγχίθυρος, ον (Α) διπλανός, γειτονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + θύρα] …   Dictionary of Greek

  • εφεξής — (ΑΜ ἐφεξῆς, Α ιων. τ. ἐπεξῆς, ποιητ. τ. ἐφεξείης) επίρρ. 1. κατά σειρά, ο ένας μετά τον άλλο ή ο ένας δίπλα στον άλλο («ἵστασθαι ἐφεξῆς», Αριστοφ.) 2. συνεχώς ή το ένα μετά το άλλο, κατά τρόπο συνδεδεμένο, συνεχή («ἐφεξῆς ἀποκρίνεσθαι», Ρούφ.) 3 …   Dictionary of Greek

  • κολλητός — ή, ό (AM κολλητός, ή, όν) [κολλώ] αυτός που έχει κολληθεί, που έχει συνενωθεί, με κάποιον άλλον, συγκολλημένος νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο κολλητός, η κολλητή πολύ στενός φίλος, αχώριστος σύντροφος νεοελλ. μσν. συνεχόμενος, πλαϊνός,… …   Dictionary of Greek

  • κοντινός — ή, ό 1. αυτός που βρίσκεται κοντά, σε μικρή απόσταση, γειτονικός, διπλανός («έβαλαν φωτιά στο κοντινό δάσος») 2. σύντομος («από το μονοπάτι είναι πιο κοντινή η απόσταση») 3. προσεχής, επικείμενος 4. αυτός με τον οποίο έχει κάποιος στενές σχέσεις …   Dictionary of Greek

  • παράπλευρος — η, ο αυτός που βρίσκεται παρά το πλευρό κάποιου, δίπλα του, πλαϊνός, διπλανός. επίρρ... παραπλεύρως και α δίπλα, στο πλάι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πλευρό. Το επίρρ. παραπλεύρως μαρτυρείται από το 1852 στον Π. Χαλικιόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • παραχώριος — ον, Α διπλανός, αυτός που βρίσκεται ακριβώς δίπλα σε κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + χώριος (< χώρα), πρβλ. εγ χώριος] …   Dictionary of Greek

  • πλαϊνός — και πλαγινός, ή, ό, Ν [πλάι/ πλάγι] 1. αυτός που βρίσκεται στο πλάι, ο παράπλευρος, ο διπλανός («η πλαϊνή πόρτα») 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουδ.) ο πλαϊνός και η πλαϊνή ο γείτονας, ο ένοικος τού διπλανού σπιτιού …   Dictionary of Greek

  • προσεχής — ές, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτεχής, Α [προσέχω] (σχετικά με τον χρόνο) ο αμέσως επόμενος (α. «το προσεχές έτος», β. «την προσεχή εβδομάδα» γ. «κατά την προσεχή σύνοδο») μσν. αρχ. αυτός που βρίσκεται πολύ κοντά σε κάποιον, κοντινός (α. «προσεχεῑς τῷ… …   Dictionary of Greek

  • σύμπλευρος — ον, ΜΑ μσν. (για κομμάτι κρέατος) αυτός που είναι μαζί με τα πλευρά αρχ. διπλανός, αυτός που βρίσκεται δίπλα σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πλευρος (< πλευρά / πλευρόν), πρβλ. περί πλευρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”